παρωνυχίδα — παρωνυχίδα, η και παρανυχίδα, η 1. τραύμα, φλεγμονή στη ρίζα του νυχιού. 2. μτφ., ασήμαντο ζήτημα: Πολλά σοβαρά θέματα θεωρούνται από πολλούς παρωνυχίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρωνυχίδα — παρωνυχίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατάς — ο (Μ κερατᾱς) [κέρατο] άνδρας τού οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος νεοελλ. 1. (εντομ.) είδος εντόμου 2. φρ. «τού κερατά...» έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε,… … Dictionary of Greek
κοσκινίτης — ο 1. είδος κακοήθους σπυριού 2. παρωνυχίδα … Dictionary of Greek
λογυρίστρα — η η παρωνυχίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολο γυρίστρα, με σίγηση τού αρχικού άτονου φωνήεντος < ολο γυρίζω] … Dictionary of Greek
παρανυχίδα — η βλ. παρωνυχίδα … Dictionary of Greek
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
πρόσπταισμα — αίσματος, τὸ, Α [προσπταίω] 1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.) 2. παρωνυχίδα («πρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.) 3. φρ. «προσπταίσματα τοῡ βίου» μτφ. οι δυστυχίες τής ζωής … Dictionary of Greek
λογυρίστρα — η η παρωνυχίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίδρομος — ο 1. δρόμος γύρω από κάτι. 2. φλεγμονή στο άκρο του δαχτύλου, παρωνυχίδα, κολικόπονος: Να σε κόψει ο περίδρομος (κατάρα). 3. φρ., «Έφαγε τον περίδρομο», τόσο ώστε να τον πιάσει περίδρομος, κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)